συμφορητή

συμφορητή
συμφορητός
brought together
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμφορητός — όν, θηλ. και ή, Α [συμφορῶ] 1. συγκεντρωμένος στο ίδιο σημείο («συμφορητὸς ὄχλος», Διον. Αλ.) 2. αυτός που προέρχεται από συλλογή διαφόρων πραγμάτων, που συναποτελείται από διάφορα πράγματα («ἅτε νεόκτιστος οὖσα καὶ ἐκ πολλῶν συμφορητὸς ἐθνῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”